τεύκριο

τεύκριο
(teucrium). Θάμνος της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι τ. το θαμνώδες. Φτάνει σε ύψος μεγαλύτερο του μέτρου και έχει βλαστούς λευκούς και χνουδωτούς φύλλα απλά, ακέραια, αειθαλή, πρασινωπά στην πάνω επιφάνεια και λευκά και χνουδωτά στην κάτω. Τα άνθη του είναι κυανόχρωμα, σε διάταξη διανθών σπονδύλων, που σχηματίζουν επάκριους κοντούς και αραιούς βότρεις. Ο κάλυκάς του είναι καμπανοειδής και πεντάλοβος και οι στήμονες και οι στύλοι ύπερου, έχουν αρκετό μήκος. Ο καρπός του είναι ωοειδές κάρυο. Εκτιμάται ιδιαίτερα ως καλλωπιστικός θάμνος, γι’ αυτό και φυτεύεται στους κήπους και στα πάρκα, όπου δημιουργεί ευχάριστες αντιθέσεις με τις διάφορες αποχρώσεις του πράσινου. Φυτεύεται μοναχικός, μέσα σε άλλους θάμνους ή κατά μικρές ομάδες, επίσης ανάμεσα σε άλλους θάμνους. Ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη και πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει 18 είδη του γένους, τεύκριο, όπως το τ. το ορεινό, το αιχμηρό, το ξανθό, το βραχύφυλλο, το χαλαξυάνειο, το αλπικό, το κομψό, το αροανικό κ.ά. Τεύκριο ψαλιδισμένο σε γεωμετρικό σχήμα. Βότρεις λουλουδιών τεύκριου.
* * *
το / τεύκριον ΝΑ
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες τής τάξης λαμιώδη και περιλαμβάνει 30-50 είδη ποωδών θαμνωδών και ημιθαμνωδών φυτών
νεοελλ.
φρ. α) «τεύκριο το σκόρδιο» — λόγια ονομασία τού κοινώς γνωστού φυτού σκορδόχορτο
β) «τεύκριο η χαμαίδρυς» — λόγια ονομασία τού κοινώς γνωστού φυτού χαμοδρυά ή δοντόχορτο
γ) «τεύκριο το ξανθό» — λόγια ονομασία τού κοινώς γνωστού φυτού μοσκόχορτο ή μοσκοχόρταρο
δ) «τεύκριο το πόλιο» — λόγια ονομασία τού κοινώς γνωστού φυτού αμάραντο ή λιβανόχορτο ή παναγιόχορτο ή βοτάνι τής αγάπης ή χορτάρι τής Παναγιάς
αρχ.
το φυτό χαμαίρωψ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεύθριον «είδος φυτού» με παρετυμολ. επίδραση τού άγνωστης ετυμολ. ανθρωπωνύμιου Τεῦκρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Παναγία — Οικισμός (υψόμ. 360 μ.) της πρώην επαρχίας Kέας, του νομού Kυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερίφου. * * * και Παναγιά, η (ΑΜ Παναγία) η πιο συνηθισμένη προσωνυμία τής Θεοτόκου, η κατά πάντα αγία και πάναγνη νεοελλ. 1. μτφ. το άκρο άωτο… …   Dictionary of Greek

  • αγαποβότανο — το Βοτ. μία από τις κοινές ονομασίες τού φυτού Teucrium polium τού γένους Τεύκριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγάπη + βοτάνι] …   Dictionary of Greek

  • λαγοκοιμηθιά — η κοινή ονομασία τών φυτών τού γένους τεύκριο …   Dictionary of Greek

  • νοντζλόχορτο — και νουσλόχορτο, το κοινή ονομασία τού φυτού τεύκριο …   Dictionary of Greek

  • παναγιόχορτο — το κοινή ονομασία τού φυτού που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία τεύκριο το πόλιο, αλλ. τής Παναγίας το χορτάρι, το χέρι τής Παναγίας …   Dictionary of Greek

  • σπληνοβότανο — το, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τών ειδών φτέρης που ανήκουν στο γένος σκολοπένδριο, κν. σπληνόχορτο 2. κοινή ονομασία τού είδους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών Teucrium polium τού γένους τεύκριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήνα + βότανο] …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • χαμαίδρυς — υος, η, ΝΜΑ, και δ. αν. χαμέτρυς ΜΑ βοτ. το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία φυτό Teucrium chamaedrys τού γένους τεύκριο, κν. χαμοδρυά αρχ. είδος ποώδους φαρμακευτικού φυτού, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκόρδιο ή σκορδόχορτο.… …   Dictionary of Greek

  • χειλανθή — Μία από τις πολυάρθιμες οικογένειες των δικοτυλήδονων φυτών, γνωστή και ως οικογένεια των λαμπιατών. Τα χ. είναι όλα σχεδόν ποώδη ή φρυγανώδη, ιθαγενή των εύκρατων περιοχών. Πολλά είδη τους φυτρώνουν στις παραμεσόγειες περιοχές, από την Ιβηρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”